πρεσβεύσῃ

πρεσβεύσῃ
πρεσβεύσηι , πρέσβευσις
dispatch on an embassy
fem dat sg (epic)
πρεσβεύω
to be the elder
aor subj mid 2nd sg
πρεσβεύω
to be the elder
aor subj act 3rd sg
πρεσβεύω
to be the elder
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρέσβευση — η / πρέσβευσις, εύσεως, ΝΑ [πρεσβεύω] αποστολή πρεσβευτή, πρεσβεία νεοελλ. φρ. «δίκαιο πρεσβεύσεως» διεθν. δίκ. δίκαιο που διαμορφώθηκε με την πάροδο τού χρόνου και σύμφωνα με το οποίο κάθε πολιτεία δικαιούται να αποστέλλει διπλωματικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”